αξαγόραστος

αξαγόραστος
-η, -ο
1. ο ανεξαγόραστος*
2. ο πολύτιμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αξαγόραστος — η, ο εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εξαγοράσει, ανεχτίμητος: Τα ασημικά και τα κρύσταλλα που είχε φέρει ήταν αξαγόραστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”